- γνωρισθέντος
- сделанной познанной
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
γνωρισθέντος — γνωρίζω make known aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)